- σπαλακία
- σπαλακίᾱ , σπαλακίαdim-sightednessfem nom/voc/acc dualσπαλακίᾱ , σπαλακίαdim-sightednessfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπαλακία — ἡ, Α 1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης 2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα ία (πρβλ. μυωπ ία)] … Dictionary of Greek